- αταξικός
- -ή, -ό1. αυτός που αναφέρεται στη νευρολογική αταξία2. αυτός που στερείται κοινωνικών τάξεων, στον οποίο δεν υπάρχει διάκριση τάξεων («αταξική κοινωνία»).[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αταξικός (με τη σημ. 1) < αταξία, μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις. Το αταξικός (με τη σημ. 2) < α- στερ. + ταξικός < τάξις].
Dictionary of Greek. 2013.